- εισπράττω
- εισπράττω, εισέπραξα βλ. πίν. 27
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
Τα ρήματα της νέας ελληνικής. 2013.
εισπράττω — (AM εἰσπράττω, Α και εἰσπράσσω) 1. συγκεντρώνω χρήματα οφειλόμενα ή απαιτούμενα 2. πραγματοποιώ εισπράξεις («έχει δικαίωμα να εισπράττει») 3. (για χρήματα) συλλέγομαι («εισπράχθηκαν πολλά χρήματα») 4. φρ. «εισπράττω τα επίχειρα τής κακίας μου»,… … Dictionary of Greek
εισπράττω — είσπραξα και εισέπραξα, εισπράχτηκα, εισπραγμένος, μαζεύω χρήματα που οφείλονται, κάνω εισπράξεις (για λογαριασμό δικό μου ή άλλου) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
εἰσπράττω — εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres subj act 1st sg (attic) εἰσπρά̱ττω , εἰσπράσσω get in pres ind act 1st sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
προεισπράττω — προεισπράσσω, ΝΑ [εισπράττω] νεοελλ. εισπράττω χρηματικό ποσό πριν να γίνει απαιτητό («προεισέπραξε δύο μισθούς») αρχ. εισπράττω χρήματα από οφειλέτη πριν από την καθορισμένη προθεσμία … Dictionary of Greek
καπνολογώ — καπνολογῶ, έω (Μ) (στο Βυζάντιο) εισπράττω τον φόρο τών καπνοδόχων, εισπράττω το καπνικό. [ΕΤΥΜΟΛ. < καπνός + λογῶ (< λόγος < λόγος), πρβλ. σταχυο λογώ, φορο λογώ] … Dictionary of Greek
περισσοπρακτώ — έω, Μ εισπράττω περισσότερους από τους οφειλόμενους φόρους, εισπράττω παράνομα φόρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < περισσός + πρακτῶ (< πρακτος < πράσσω), πρβλ. ευ πρακτῶ] … Dictionary of Greek
πράττω — ΝΜΑ, πράσσω ΜΑ, ιων. τ. πρήττω, ιων. επικ. τ. πρήσσω, κρητ. τ. πράδδω, Α 1. εκτελώ, διενεργώ, κάνω (α. «έπραξε το καθήκον του» β. «οἱ μὲν δὴ ταῡτ ἔπραξάν τε καὶ ἔλεξαν», Ξεν. γ. «τοῡ πράττειν πάντα, Δέσποτα, τὰ τῆς οἰκείας γνώμης», Πρόδρ.) 2. (το … Dictionary of Greek
συναναπράσσω — Α εισπράττω κάτι μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἀναπράσσω «εισπράττω»] … Dictionary of Greek
συνεισπράσσω — και αττ. τ. συνεισπράττω Α [εἰσπράττω / σσω] εισπράττω χρήματα μαζί με κάποιον … Dictionary of Greek
χαρατσώνω — Ν [χαράτσι] 1. επιβάλλω και εισπράττω χαράτσι 2. μτφ. α) επιβάλλω και εισπράττω βαρείς φόρους ή υπέρογκα πρόστιμα β) αποσπώ χρήματα με εύσχημο τρόπο … Dictionary of Greek